ινδόχοιρος

ινδόχοιρος
Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο.
* * *
το ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cochon d’ Inde «χοίρος τής Ινδίας». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιρίδιο — το / χοιρίδιον, ΝΑ (υποκορ. τού χοίρος) μικρός στην ηλικία χοίρος, γουρουνάκι νεοελλ. 1. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων 2. φρ. «ινδικό χοιρίδιο» ζωολ. ο ινδόχοιρος αρχ. (και χωρίς υποκορ. σημ.) χοίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • καβιίδες — (cavviides). Οικογένεια σκιουρομόρφων τρωκτικών ζώων τα οποία ζουν στις ορεινές περιοχές της Νότιας Αμερικής. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν δύο είδη, ο ινδόχοιρος ή ινδικό χοιρίδιο και ο δολιχώοτος ο παταγωνικός. Το πρώτο έχει κοντό και πολύχρωμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”