- ινδόχοιρος
- Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο.
* * *ὁτο ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cochon d’ Inde «χοίρος τής Ινδίας». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.